- προσκαταισχύνω
- Ακαταντροπιάζω επί πλέον («οὖσαν τὴν ὑπουργίαν ταύτην ἀγενῆ προσκατῄσχυνεν ὁ τάφος συντελεσθείς», Πλουτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + καταισχύνω «ντροπιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκαταισχῦναι — προσκαταισχύνω disgrace still further aor inf act προσκαταισχύνω disgrace still further aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατῄσχυνεν — προσκατῄσχῡνεν , προσκαταισχύνω disgrace still further aor ind act 3rd sg προσκατῄσχῡνεν , προσκαταισχύνω disgrace still further imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)